Νομίζω η καλύτερη ώρα για να γράφεις είναι το ξημέρωμα. Η αίσθηση αυτή ότι πετάς όταν όλοι κοιμούνται. Ανυπέρβλητη!
Το ρολόι δείχνει 3.18. Γύρω μου επικρατεί απόλυτη ησυχία και μόνο το γρύλισμα μιας γάτας έρχεται να ταράξει τη νεκρική σιγή. Ένα παράθυρο ανοίγει και μια ανθρώπινη φωνή της "ζητά" να σταματήσει. Σιγή ξανά. Λες και η γάτα κατά έναν περίεργο τρόπο να κατάλαβε το πρόσταγμα του ανθρώπου.
Το ξημέρωμα ξυπνάνε ανήσυχα ερωτήματα. Και ζητάνε απαντήσεις. Και δεν υπάρχει καμιά φωνή να τα σταματήσει ούτε καν να τα κατευνάσει. Κανένα πρόσταγμα. Τι θέλουν και έρχονται τόσο επίμονα τέτοιες ώρες; Ποιες φοβικές ανυσηχίες είναι ριζωμένες μέσα τους; Εμφανίζονται σιγά-σιγά και μοιάζουν σαν τα ξύλινα κομμάτια του ντόμινο. Πέφτει το ένα και συμπαρασύρει τα επόμενα. Με τη διαφορά ότι εδώ ξαναστείνονται και η διαδοχική πτώση επαναλαμβάνεται.
Σιγή (μέσα μου) ξανά. Ένα μούδιασμα.
Έντεκα μέρες. Τόσο είναι το διάστημα που μεσολάβησε για να αγγίξω πάλι αυτές τις γραμμές. Κι όσο υπάρχει η ανάγκη για κλείσιμο άλλο τόσο το άγγιγμα γίνεται πιο τραχύ. Μια ανάγκη για αρχή, μέση και τέλος. Να μην αιωρούνται οι λέξεις. Απόψε δυσκολεύομαι να κλείσω αυτές τις γραμμές. Η ανάγκη όμως να επανέλθω είναι μεγαλύτερη. Ανάγκη να μην αφήνω "ανοιχτές δουλειές". Ανάγκη να τελειώνω αυτό που άρχισα.
Απόψε συνειδητοποιώ κάτι συγκεκριμένο για τις ανάγκες. Δρούμε με βάση αυτές. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Κι αν το βάρος της ανάγκης να επιστρέψω στις γραμμές δεν είναι δα και μεγάλο, γίνεται τέτοιο όταν οι ανάγκες δύο ανθρώπων διαφέρουν κατά πολύ. Κι όσο πιο μακρυά η μια από την άλλη τόσο πιο αβάσταχτο το βάρος. Ανυπέρβλητο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου